- συναδελφικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συνάδελφο («συναδελφική αλληλεγγύη»).επίρρ...συναδελφικώς και συναδελφικά, Νμε συναδελφικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνάδελφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Κ. Λομβάρδo].
Dictionary of Greek. 2013.