συναδελφικός

συναδελφικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συνάδελφο («συναδελφική αλληλεγγύη»).
επίρρ...
συναδελφικώς και συναδελφικά, Ν
με συναδελφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνάδελφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Κ. Λομβάρδo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναδελφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται σε συναδέλφους: Δεν υπάρχει ανάμεσά τους συναδελφική αλληλεγγύη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναδελφικότητα — η, Ν [συναδελφικός] αλληλεγγύη μεταξύ συναδέλφων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”